Έφτασα στο
«Άλμπατρος» αργά αφού περιπλανήθηκα
«Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης»,
πονώντας «Για την αγάπη της
Γεωμετρίας» και μετά, κατανοώντας τα: «Ο χρόνος πάλι».
(Σπεύδω
να εξηγήσω: Ήταν ένα μικρό λογοπαίγνιο, και μέσα στα εισαγωγικά οι
τίτλοι από τέσσερα διαφορετικά βιβλία της Σώτης Τριανταφύλλου που από την αρχή διαβάζονται
χωρίς διακοπή.)
Όπως αναφέρεται
στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Το Λονδίνο από το 1880 μέχρι το τέλος του Μεγάλου
Πολέμου, το σύστημα των κοινωνικών τάξεων στη Βρετανία, η βαρβαρότητα και το
μεγαλείο της Αυτοκρατορίας, αλλά και οι ασυμβίβαστοι ταξικοί αποστάτες -όπως ο
βαρωνέτος Έντμουντ Μάθιουσελντ και ο μαρκήσιος Νέλσον Τζαίημς- είναι το υλικό
αυτού του μυθιστορήματος που έχει τον τίτλο ενός μεγάλου ωκεάνιου πουλιού. Στο
κέντρο της δράσης βρίσκεται ένα κοριτσάκι που μεγαλώνει σε μια άθλια
φτωχογειτονιά, αλλά εισβάλλει μέσα στον κόσμο με την απόφαση ν' αλλάξει τους
όρους του παιχνιδιού. Η Μόλλυ Γιάρροου δεν δέχεται να δουλέψει σε σπιρτοποιείο,
δεν δέχεται να υποκύψει στη μοίρα· το "Άλμπατρος" είναι η αφήγηση
αυτής της ανυποχώρητης άρνησης, και μαζί η περιγραφή μιας εποχής, μιας
μητρόπολης κι ενός γάμου που ανατρέπει τις βικτωριανές αξίες και τον ίδιο του
τον εαυτό: είναι η ιστορία του Έντμουντ και της Μόλλυ Γιάρροου· η ιστορία του
κόσμου στο γύρισμα του αιώνα· και το χρονικό του πώς οι γυναίκες έγιναν
άνθρωποι.»
Το
βιβλίο αν και περιγράφει τις παράλληλες
και από ένα σημείο και μετά διασταυρούμενες πορείες ενός νέου και μιας νέας από
διαφορετικές τάξεις, που αγωνίζονται για την ελευθερία την κοινωνική δικαιοσύνη
και ισότητα από την δική τους θέση και σκοπιά,
ξεκινώντας από τις απέναντι όχθες του Τάμεση, με τις αγεφύρωτες
κοινωνικές διαφορές, αν και περιγράφει την πορεία του παθιασμένου δεσμού τους, δεν είναι ερωτικό,
αλλά κυρίως ένα ιστορικό και πολιτικό βιβλίο, που αναδιπλώνει με ακρίβεια ιστορικά
γεγονότα της εποχής, εικόνες από τη ζωή
και τις συνήθειες διαφορετικών τάξεων, σκέψεις και συμπεριφορές των ανθρώπων τους
και τις κοινωνικές ανατροπές που ξεκινάνε...
Και
ποια είναι η σχέση του βιβλίου με το μεγάλο θαλάσσιο πουλί «άλμπατρος»; Αυτό
που οι επιστήμονες ονομάζουν "διομήδεια"
και οι ναυτικοί "όρνιο της θάλασσας" και που αν και μπορούν να τα πιάσουν εύκολα, δεν τα
σκοτώνουν ποτέ, γιατί υπάρχει παράδοση ότι όποιος κάνει κάτι τέτοιο θα πάθει
ατύχημα.
Ένα πουλί που ζει στο νότιο ημισφαίριο της Γης και στο Β. Ειρηνικό ωκεανό, χτίζοντας
τις φωλιές του σε έρημα νησάκια, τρεφόμενο κυρίως με μαλάκια και με ότι πετούν
τα πλοία, τα οποία και ακολουθεί. Που το άνοιγμα των φτερών του πολλές φορές
περνάει τα 3 μέτρα και έχει τη δυνατότητα να μένει ακίνητο στον αέρα ολόκληρες
ώρες ακόμα και όταν φυσάνε ισχυροί άνεμοι. Που οι δεσμοί μεταξύ των ζευγαριών
δημιουργούνται με "τελετές χορού"* και διαρκούν για όλη τη ζωή του
ζευγαριού.
φωτ. από διαδίκτυο
Και
μην πάει το μυαλό στο ομώνυμο ποίημα του Μπωντλαίρ. Όπως γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου στο «Ο χρόνος πάλι»: «….
ένας βιβλιοκριτικός σημειώνει, ότι “η
συγγραφέας δεν φαίνεται να γνωρίζει το ομώνυμο ποίημα του Μπωντλαίρ”: πόσο
επαρχιώτες είμαστε, σκέφτομαι˙ και πόσο αμαθείς ώστε να στοιχηματίζουμε στην
αμάθεια των άλλων! Η απάντησή μου, αν
έκανα τότε τον κόπο ν΄απαντήσω, θα ήτανε το «Άλμπατρος» φέρει την αγγλοσαξονική
παράδοση, τον μύθο του Γέρου Ναυτικού του Κόουλριτζ˙ δεν σχετίζεται ούτε μπορεί
να σχετισθεί με την αλληγορία του Μπωντλαίρ, με τον καταραμένο ποιητή ως
αιχμάλωτο πουλί…»
(Παρατίθεται το ποίημα του Μπωντλαίρ:
μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι
ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.)
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.)
Στο
αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Ο χρόνος πάλι» η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για το «Άλμπατρος», ότι
θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Ο κόσμος της Μόλλυ Γιάρρου" ή «Ο κόσμος του Έντμουντ Μάθιουσελντ» και με ένα μοναδικό τρόπο αφήγησης αναφέρεται
στον τίτλο. Μεταφέρω κάποιες περικοπές που οπωσδήποτε δεν ανταποκρίνονται στο
πλήρες νόημα και το αδικούν, όμως δίνουν απλά μία γεύση από την σύνθεση των
γεγονότων και την ομορφιά της γλώσσας:
... Το Λονδίνο
συνεχίζει αδιάφορο την πορεία του: τα άλογα, οι άμαξες, αντικαθίστανται από
αυτοκίνητα κι από τραμ˙ καινούργιοι δρόμοι ασφαλτοστρώνονται˙ ο υπόγειος
σιδηρόδρομος ενώνει το Τσελσι με την Πόλη των Καταραμένων, η μοναρχία δεν χάνει
την αίγλη της. Στο Λονδίνο χτυπάει η καρδιά της Γης. Κι όμως έχουν μεσολαβήσει
πολλά: οι εργάτες απέκτησαν συνδικάτα,
έκαναν πεισματικές μαχητικές απεργίες που τις πλήρωσαν ακριβά˙... Το 1918 οι
γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα της ψήφου. Στην πραγματικότητα, απέκτησαν πολύ
λίγα εκτός απ’ αυτή την πολυπόθητη ψήφο, την ακριβοπληρωμένη...
…Το Άλμπατρος είναι
ένα πουλί˙ ένα φευγαλέο, ιερό πουλί: το πουλί του πεπρωμένου. Από τη σύγκρουση
των τάξεων, από τον παραλογισμό των πολέμων, από τις πικρές διαφωνίες στους
κόλπους του εργατικού κινήματος, από τη φθίνουσα πορεία ενός γάμου –που δεν
μοιάζει με τους άλλους- μένουν μονάχα μερικά λείψανα αλλά τι εξαίσια λείψανα! Το
χρονικό ενός μεγάλου, νεανικού, ανεκπλήρωτου πάθους, η θλιμμένη δόξα των εργατικών
αγώνων, η γεύση της φιλίας, της αγάπης και του τζιν, του φτιαγμένου στο κελάρι
της ταβέρνας με το όνομα «Το κεφάλι του Τούρκου». Τα λείψανα ενός αιώνα που
έφυγε, ενός άλλου που έρχεται γεμάτος υποσχέσεις κι έπειτα έφυγε κι αυτός,
έχοντας, όχι μόνον αθετήσει τις υποσχέσεις, αλλά έχοντας διαλύσει την πίστη στο
ανθρώπινο είδος…»
Ήθελα από
καιρό να γράψω γι΄αυτό το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου και ήταν το βίντεο που έστειλε στους @φίλους του ο
ηλιογράφος
που μου το θύμισε (ως τίτλο).
(Τα ενήλικα
άλμπατρος ταΐζουν τα μικρά τους με ανθρώπινα σκουπίδια, με πλαστικά καπάκια και
οτιδήποτε τους μοιάζει ότι είναι τροφή, ενώ δεν είναι. Τα μικρά μεγαλώνοντας
πεθαίνουν από ασιτία, από πνιγμό και από τις τοξικές ουσίες που συσσωρεύονται
στο στομάχι τους από τα σκουπίδια που έχουν φάει. Η τελευταία φωτογραφία αποτυπώνει αυτή
την κατάσταση. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι καθώς το κουφάρι των πτηνών αποσυντίθεται,
το μόνο που μένει αναλλοίωτο είναι τα σκουπίδια που έχουν καταναλώσει.)
Θυμίζοντας το ανθρώπινο είδος...
links