Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

φθινοπωρινά και το ταξίδι μιας ασήμαντης πέτρας..

Στην πόλη, μέρες με συννεφιά βροχή και θολό τοπίο, ή καθαρές και ηλιόλουστα φωτεινές





Από δίπλα όμως γλυκό πάντα το φως παραμονεύει και ακουμπά απαλά πάνω στις άπειρες φθινοπωρινές αποχρώσεις των χρωμάτων της γης, ανάμεσά τους κάποια χρώματα έντονα, επιμένοντας θα έλεγε κανείς καλοκαιρινά.















Κι εδώ ήρθε πιέζοντας τον νου να τρυπώσει στην ανάρτηση, η μικρή ιστορία μιας ασήμαντης πέτρας. Μιας πέτρας που ζούσε σε έναν χωματόδρομο και ξαφνικά, από το παιχνίδι ενός ζωηρού παιδιού, βρέθηκε  σ’ ένα υπέροχο ταξίδι λίγων λεπτών, που  όμως οι εικόνες  του χαράχτηκαν μέσα της για πάντα … Έζησε για λίγο σ’ έναν κήπο γνωρίζοντας άλλες μικρές ομορφιές της ζωής, ώσπου ένα απρόσμενο  δεύτερο σύντομο ταξίδι την προσγείωσε πάλι σε ένα δρόμο.
Και ήταν φθινοπωρινό το απογευματάκι που διάλεξε ο Αργύρης Χιόνης σ’ αυτή τη μικρή του ιστορία για το δεύτερο ταξίδι της πέτρας.  Ίσως γιατί είναι συνυφασμένη με το φθινόπωρο η αναμονή του χειμώνα που θάρθει... ίσως γιατί ακόμα και τότε, καραδοκεί το όνειρο, όπως οι σπόροι από τα αγριολούλουδα μέσα στη γη, που περιμένουν την άνοιξη για να ξαναγεννηθούν (για κάποιους θα συμβεί, για άλλους όχι.)
Πιο κάτω κάποιες παράγραφοι από τη μικρή ιστορία* με την υπέροχη γραφή του ποιητή  που την συντροφεύει και την ολοκληρώνει νοηματικά με το επιμύθιό της.

«ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε πού υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, έκτος από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.
Η δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη-δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς…….....
………
Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, εν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμη πώς ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμα της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο…..
………
Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι  βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά  όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους με τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, πού βγάζαν  πότε πότε  το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φώς, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια…
Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά καλά τί της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει «μπα, μια πέτρα!)), βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια για πάντα.
……………
Η πέτρα, βέβαια, πού δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.


Επιμύθιο I: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους 
*«Μια πέτρα που δεν είχε τίποτε να χάσει, μέχρι που ανακάλυψε έναν  καινούριο κόσμο και τον έχασε» μια ιστορία του Αργύρη Χιόνη απο το βιβλίο του "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφήσικες ιστορίες", εκδόσεις Κίχλη 2009 

update 8.12.2011
Κι εκεί που έκλειναν τα σχόλια αφού η ιστορία έμεινε αρκετό χρόνο αιωρούμενη, μια ακόμα πέτρα ταξίδεψε και τρύπωσε μέσα στην ανάρτηση. Ονοματίστηκε και μου χαρίστηκε από το αγαπημένο fractal  Ήταν χτισμένη σε μια ξερολιθιά σε μια σκιερή λοφοπλαγιά του  χωριού του και ήταν ..ανθισμένη!



Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011