Φως που γεννιέσαι μέσα από το σκοτάδι και ταξιδεύεις χωρίς όρια στον χώρο και στον χρόνο, μεταγγίζοντας στο σύμπαν τη ζωή.
Από σένα να λάμπουν τ’ αστέρια και να πορεύονται όλα τα χρώματα τ’ουρανού και της γης, τα ορατά και τα αόρατα.
Φως από Φως, περνώντας από την πιο μικρή χαραμάδα που σου αφήνεται, όπως εσύ μοναδικά γνωρίζεις να χαρίζεσαι και να χαρίζεις την αλήθεια στο νου, να γαληνεύεις την καρδιά, να ομορφαίνεις την ψυχή.
Νυν και αεί, είναι ανοιχτά, ορθάνοιχτα τα μάτια σε σένα αγαπημένο…
Και διαλέχτηκαν* πιο κάτω να γραφτούν, για το φως ανάμεσα στο σκοτάδι και στον χρόνο, λίγα λόγια του Borges, του ποιητή που η μοίρα του φύλαγε κάποτε να το στερηθεί αφού το είχε γνωρίσει, και όπου,
διηγείται στην «Ιστορία της νύχτας»:
«Μέσα από γενεές και γενεές
οι άνθρωποι εγκαθίδρυσαν τη νύχτα.
Εν αρχή ήταν η τύφλωση και ο ύπνος,
αγκάθια που πλήγωναν τα ξυπόλητα πόδια
και ο τρόμος του λύκου.
Δε γίνεται να μάθουμε ποιος χάλκεψε τη λέξη
για τούτο το διάκενο του σκότους
που διαιρεί τα σύθαμπα,
δεν γίνεται να μάθουμε ποιον αιώνα
συνοψίστηκε το διάστημα των άστρων.
...........................................»
λέει στο «Ηράκλειτος»:
«Το δεύτερο μισοσκόταδο.
Η νύχτα που βαθαίνει μες στον ύπνο
Η κάθαρση κι η λησμονιά.
Το πρώτο μισοσκόταδο.
Το πρωινό που ήταν αυγή.
Η μέρα που ήταν πρωί.
.........................
Τι υφάδι είναι τούτο
του θα΄ναι και του ήταν;
...........................
Με παρασέρνει το ποτάμι και το ποτάμι τούτο είμαι εγώ.
Είμαι από μια ύλη από αινιγματικό χρόνο που συνεχώς μεταβάλλεται.
Ίσως η πηγή να βρίσκεται μέσα μου.
Ίσως απ’ τη σκιά μου
να αναβλύζουν οι μέρες: ανελέητες και φανταστικές.»
αναρωτιέται σ’ ένα από τα «Δεκάξι Χάικου»:
" Να’ ναι βασίλειο
το φως που τρεμοσβήνει;
Πυγολαμπίδα;"
γράφει σε μία από τις «Περικοπές από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο»:
«Ν ανάβει κάποιος το φως του λυχναριού κι ας μην το βλέπει κανένας. Θα το δει ο Θεός»
και ρωτώντας στο «Ονειρεύεται κάποιος»:
«Τι ονειρεύτηκε ο Χρόνος μέχρι τώρα που, όπως το κάθε τώρα, έχει φτάσει στο αποκορύφωμα;…»
απαντά μεταξύ των άλλων, ότι:
« … Ονειρεύτηκε την αυγή που παραμονεύει…»
*Jorge Luis Borges: «Ποιήματα»,
μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα